του Θεόδωρου Γ. Καράογλου
Υφυπουργός Εσωτερικών (Μακεδονίας – Θράκης),
βουλευτής Β΄ Θεσσαλονίκης Ν.Δ.
Στα φοιτητικά μου χρόνια, όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι ενεργά με τα κοινά, πίστευα ότι το να δηλώνεις Αριστερός ήταν… μόδα της εποχής. Για αυτόν τον συνειρμό ευθυνόταν το γεγονός ότι οι περισσότεροι Αριστεροί που γνώρισα ήταν γόνοι εύπορων οικογενειών που έκαναν την επαναστατική τους γυμναστική. Όρθωναν… ανάστημα στους γονείς τους θεωρώντας ότι με το να αυτοπροσδιορίζονται γενικά και αόριστα υποστηρικτές του αριστερού χώρου κατατάσσονταν αυτομάτως στους προοδευτικούς ή πεφωτισμένους.
Όσο όμως περνούσαν τα χρόνια, μέσα από την πολιτική ζύμωση συνειδητοποίησα ότι το να δηλώνεις Αριστερός δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια βολική δικαιολογία να αποποιείσαι κάθε ευθύνη. Να απαιτείς τον σεβασμό των άλλων, αλλά να μη σέβεσαι κανέναν και τίποτα. Ένας προσχηματικός τρόπος υπό τον μανδύα μιας παρωχημένης και ανεφάρμοστης ιδεολογίας να κουνάς διαρκώς το δάκτυλο παριστάνοντας τον εθνικό εισαγγελέα, κρατώντας για τον εαυτό σου μόνο τα θετικά.
Ειλικρινά δεν είχα καμία διάθεση να αρθρογραφήσω για τα κόμπλεξ της Αριστεράς… Υπήρξαν, ωστόσο, ορισμένα περιστατικά που δεν πρέπει να μένουν ασχολίαστα. Ξεκινώ με την άποψη της «Αυγής» ότι ο εθελοντισμός είναι ο φερετζές του νεοφιλελευθερισμού. Πραγματικά είναι θλιβερό, εκεί που όλοι οι Έλληνες βλέπουν μεγαλείο ψυχής, ανθρωπιάς και κοινωνικής προσφοράς, μια κομματική εφημερίδα να ισχυρίζεται ότι πίσω από την άδολη προσφορά του νοσηλευτικού προσωπικού που μετέβη στη Θεσσαλονίκη για να συνδράμει το έργο των συναδέλφων τους κρύβονται «επικοινωνιακά τεχνάσματα». Δυστυχώς στον ΣΥΡΙΖΑ εκτίθενται ποντάροντας στην καταστροφή μήπως και καταφέρουν να ανακάμψουν πολιτικά, πιστεύοντας ότι η αλληλεγγύη είναι αποκλειστικά δικό τους προνόμιο, το οποίο μπορεί να εκφράζεται μόνο μέσω ΜΚΟ.
Το δεύτερο περιστατικό ήταν το μένος του Νίκου Φίλη κατά της Παναγίας, υποστηρίζοντας ότι είναι «προσβολή» η απεικόνισή της για μόλις τέσσερα δευτερόλεπτα στο κτίριο της Βουλής ανήμερα τη γιορτή των Ενόπλων Δυνάμεων. «Ήμαρτον, Παναγιά μου», απαντώ κάνοντας παράλληλα τον σταυρό μου και αδιαφορώντας για το αν θα παρεξηγηθούν οι οπαδοί της ανεξιθρησκίας που σώπασαν όταν ο Αλέξης Τσίπρας άφηνε το περιστέρι στα Θεοφάνια του 2017, που παρίσταναν ότι δεν διάβασαν το μήνυμα του προέδρου τους τον Δεκαπενταύγουστο του 2020 για «την Ανύμφευτη Νύμφη, την Υπερμάχο Στρατηγό, την Ελεούσα, τη Γιάτρισσα, τη Θαλασσινή, την Παρηγορήτρα, τη Μάνα που προστατεύει τους αδύναμους και σκέπει τους αδικημένους» ή έκλειναν τα μάτια τους τον Δεκέμβριο του 2016, όταν ο Πάνος Καμμένος, ως κυβερνητικός εταίρος, σταύρωνε τα μαχητικά αεροσκάφη κατά την απογείωσή τους.
Τα δύο παραπάνω παραδείγματα είναι ενδεικτικά του τρόπου σκέψης εκείνων που σήμερα δηλώνουν ανανεωτικοί Αριστεροί στην πατρίδα μας και κάνουν πολιτική έχοντας στραμμένη την προσοχή τους στον αριθμό των νεκρών λόγω Covid-19 και στις δημοσκοπήσεις. Εκείνων που συμπεριφέρονται ως ιδεολογικοί τυμβωρύχοι τους δύσκολους μήνες της πανδημίας, ευχόμενοι περισσότερους θανάτους και περισσότερα κρούσματα μήπως και αποκομίσουν πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη.
Πόσο δίκιο είχε τελικά ο Λεωνίδας Κύρκος, ο οραματιστής της ανανεωτικής Αριστεράς, ο πολιτικός που απεχθανόταν τις ακρότητες και τις κάθετες αντιπαραθέσεις, όταν δήλωνε ότι τον έπιασε τρόμος όταν σκεφτόταν τι θα συνέβαινε «εάν νικούσε τότε η επανάστασή μας».